παιδόπουλο

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

το (Μ παιδόπουλον)
παιδάκι που βρίσκεται στην τρυφερή ηλικία
μσν.
(επί Βυζαντινών και Φράγκων) νέος που υπηρετούσε στην αυλή ενός βασιλιά ή ηγεμόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. -πουλο(ν) (πρβλ. βασιλόπουλο)].