παλαισμός

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

German (Pape)

[Seite 446] ὁ, das Ringen, Kämpfen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παλαισμός: -οῦ, ὁ, = πάλαισμα, Γρηγ. Ναζ. ᾨδ. 2. 45, σ. 107 Boiss.

Greek Monolingual

παλαισμός, ὁ (Α) παλαίω
πάλαισμα.