παλιόκαιρος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

ο
άστατος καιρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + καιρός.