παναχαϊκός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Αχαιούς ή σε όλη την Αχαΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + Αχαΐα + κατάλ. -ικός].