πανθελισμός

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

ο
(φιλοσ.) η θεωρία της βουλησιαρχίας, της θεωρίας κατά την οποία η βούληση είναι η υπέρτατη αρχή που διέπει τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. panthelism < παν- + θέλω -ισμός].