πανικοβάλλω

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

1. προκαλώ πανικό
2. μέσ. πανικοβάλλομαι
κυριεύομαι από πανικό, μέ πιάνει μεγάλος φόβος για κάτι, τρομοκρατούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανικός + βάλλω «ρίχνω, χτυπώ»].