παντᾶ

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

German (Pape)

[Seite 462] s. πάντη.

Russian (Dvoretsky)

παντᾶ: и παντᾷ adv. дор. = πάντη.