παξαμάτιον

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. παξαμᾶς.
Étymologie: dim. de παξαμᾶς.

Greek Monolingual

τὸ, Α παξαμάτης
παξαμάδιον.