παξαμάδιον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
τό, Dim. of παξαμᾶς.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. παξαμᾶς.
Étymologie: dim. de παξαμᾶς.
Greek (Liddell-Scott)
παξαμάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ παξαμᾶς, Παλλαδ. Λαυσαϊκ. 1082Β. ― καὶ παξιμάδιον, Λέοντ. Τακτ. 6, 28., 10. 13., 12, 123. ― ὡσαύτως: παξαμάτιον, Κασσιαν. Ι, 169Β, 539Β, κτλ., πρβλ. τὸ τῆς καθομιλημένης παξιμάδι.
Greek Monolingual
και παξαμάτιον, τὸ, ΜΑ παξαμάς
(υποκορ. του παξαμᾱς) μικρό παξιμάδι.