παξαμάδιον

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παξαμάδιον Medium diacritics: παξαμάδιον Low diacritics: παξαμάδιον Capitals: ΠΑΞΑΜΑΔΙΟΝ
Transliteration A: paxamádion Transliteration B: paxamadion Transliteration C: paksamadion Beta Code: pacama/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of παξαμᾶς.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. παξαμᾶς.
Étymologie: dim. de παξαμᾶς.

Greek (Liddell-Scott)

παξαμάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ παξαμᾶς, Παλλαδ. Λαυσαϊκ. 1082Β. ― καὶ παξιμάδιον, Λέοντ. Τακτ. 6, 28., 10. 13., 12, 123. ― ὡσαύτως: παξαμάτιον, Κασσιαν. Ι, 169Β, 539Β, κτλ., πρβλ. τὸ τῆς καθομιλημένης παξιμάδι.

Greek Monolingual

και παξαμάτιον, τὸ, ΜΑ παξαμάς
(υποκορ. του παξαμᾱς) μικρό παξιμάδι.