Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παράγκα

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

και μπαράγκα και μπαράκα, η
πρόχειρο, μικρό συνήθως, οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, παράπηγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μπαράκα (< ιταλ. baracca) με μετάθεση της ηχηρότητας].