παρέγκλισις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A swerving, [τῶν ἀτόμων] Epicur.Fr.280, Phld.Sign.36 (pl.), Plot.3.1.1 (pl.); divergence, Vett.Val.342.11.
2 flexure of the womb, Sor.2.7, Paul. Aeg.3.64.
3 alteration, μικρὰ π. καὶ μετάθεσις σχήματος Plu.CG5; τῆς οὐσίας Dam.Pr.440.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, das Seitwärtsbiegen od. -neigen, Plut. C. Graech. 5 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
inclinaison de côté.
Étymologie: παρεγκλίνω.
Russian (Dvoretsky)
παρέγκλῐσις: εως ἡ отклонение, уклон: κατὰ παρέγκλισιν κινεῖσθαι Plut. двигаться с отклонением (от перпендикуляра).
Greek (Liddell-Scott)
παρέγκλῐσις: ἡ, πλαγία κλίσις, λοξὴ διεύθυνσις, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 346, Πλούτ. 2. 883Α, κτλ.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, ΜΑ παρεγκλίνω
1. πλάγια κλίση, λοξή διεύθυνση («κινεῖσθαι τὰ ἄτομα τοτὲ μὲν κατὰ στάθμην, τοτὲ δὲ κατὰ παρέγκλισιν», Επίκ.)
2. αλλοίωση, μεταβολή
3. κάμψη της μήτρας
μσν.
1. απομάκρυνση, αποχωρισμός
2. επάνοδος σε προηγούμενη κατάσταση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέγκλισις -εως, ἡ [παρεγκλίνω] verandering.