παραγώνι

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

το
1. μέρος κοντά στη γωνιά, κοντά στο τζάκι
2. (κατ' επέκτ.) εστία, τζάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γωνιά].