παραδιηγούμαι

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

-έομαι, Α
διηγούμαι κάτι παρενθετικά ως κάτι διάφορο και ξένο προς την κυρίως διήγηση, διηγούμαι υπό μορφή παρεκβάσεως, «εν παρόδῳ».