παρακλητέον

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monotonic

παρακλητέον: ρημ. επίθ. του παρακαλέω, αυτό που πρέπει κάποιος να επικαλεσθεί, να συγκαλέσει, σε Αριστ.