παραλληλιστής
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
ο
όργανο ατμομηχανής που μετατρέπει την ευθύγραμμη κίνηση του εμβόλου σε περιστροφική της ατράκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].