παρασυνάγχη
English (LSJ)
ἡ,
A inflammation of the muscles of one side of the throat, Gal.8.248, Cael.Aur.CP3.1.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, Halsentzündung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
παρασυνάγχη: ἡ, φλόγωσις τῶν μυῶν τοῦ λάρυγγος, Γαλην.· ἴδε κυνάγχη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
φλόγωση, φλεγμονή. τών μυών της μιας πλευράς του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + συνάγχη «συνάχι»].