παρατράγουδο

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
απρεπές και θορυβώδες επεισόδιο, ατόπημα, άτοπο συμβάν.