παραφρονῶ

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

παραφρονῶ, παραφρονέω και μτγν. ποιητ. τ. παραιφρονῶ, ΝΜΑ
τρελαίνομαι, είμαι ή γίνομαι παράφρονας, τρελός
αρχ.
κατέχομαι από παραλήρημα, παραληρώ.