παρθενομήτωρ

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, die Jungfrau-Mutter, Maria, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενομήτωρ: ἡ, παρθένος μήτηρ, ἡ Παρθένος Μαρία, Μεθόδ. 352Β, 353C, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1032C, Μόδεστ. 3288Α, Μανασσ. Χρον. 4244.

Greek Monolingual

-ορος, η, ΝΜΑ
εκκλ. προσωνυμία της Θεοτόκου ως παρθένου και μητέρας συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -μήτωρ (< μήτηρ)].