παρισάζω

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

German (Pape)

[Seite 523] = παρισόω, Clem. Al. u. a. Sp. pass., S. Emp. adv. gramm. 167.

Greek Monolingual

Α
άλλος τ. του παρισῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἰσάζω (< ἴσος)].

Russian (Dvoretsky)

παρῐσάζω: (почти) уравнивать (παρισαζόμενός τινι Sext.).