παρισώ
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
Greek Monolingual
-όω, Α πάρισος
1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω
2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο
β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.)
3. χρησιμοποιώ το ρητορικό σχήμα που λέγεται παρίσωσις
4. παθ. συγκρίνομαι, παραβάλλομαι.