παροντικός

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό παρόν, -όντος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρόν, ο παρών, ο τωρινός, του παρόντος («παροντικοί χρόνοι»
γραμμ. ο ενεστώτας και ο παρακείμενος).