παροντικός

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό παρόν, -όντος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρόν, ο παρών, ο τωρινός, του παρόντος («παροντικοί χρόνοι»
γραμμ. ο ενεστώτας και ο παρακείμενος).