οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
part. ao.2 poét. de παρίστημι.
see παρίστημι.
παρστάς: эп. part. aor. 2 к παρίστημι.