πατρογενίδης

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που προέρχεται από το γένος του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + γένος + κατάλ. πατρωνυμικών -ίδης].