πατροείκελος

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek (Liddell-Scott)

πατροείκελος: -ον, ὅμοιος τῷ πατρί, Στουδίτ. 824D.

Greek Monolingual

-ον, Μ
όμοιος με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + εἴκελος «παρόμοιος» (πρβλ. θεοείκελος)].