Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
πατρομαχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι κατὰ τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας, Θ. Στουδ. σ. 1484, ἔκδ. Mi.
ἡ, Μ
το να αντιμάχεται κανείς τους Πατέρες της Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυμαχία].