πατρώζω
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
German (Pape)
[Seite 537] = πατριάζω, B. A. 59, 12 τὰ τοῦ πατρὸς ἐργάζεσθαι u. sonst τὰ τοῦ πατρὸς φωνεῖν erkl., Philostr. u. a. Sp., wie Hdn. 1, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πατρώζω: ἢ πατρῴζω, (Cobet V. LL. σ. 57),= πατριάζω, Ἡρῳδιαν. 1. 7, Ἀλκίφρων 3. 14, Θεμίστ. 71Β· μετ’ αἰτ. τρόπου, π. τὴν σοφίαν Φιλόστρ. 254.
Greek Monolingual
και πατρώζω Α
βλ. πατριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός κατά το μητρῴζω.