πειρατήριος
English (LSJ)
Ion. πειρητήριος, ον, tentative: directed to production, c. gen., θεραπεῖαι κυήσιος -ήριοι Hp.Steril.217.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πειρητήριος, -ον, Α
1. ο δοκιμαστικός, αυτός με τον οποίο δοκιμάζει κάποιος κάτι
2. (κατά άλλη ερμ.) αυτός που κατατείνει προς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειρῶ / -ῶμαι + επίθημα -τήριος (πρβλ. θηρατήριος)].