θηρατήριος

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρᾱτήριος Medium diacritics: θηρατήριος Low diacritics: θηρατήριος Capitals: ΘΗΡΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thēratḗrios Transliteration B: thēratērios Transliteration C: thiratirios Beta Code: qhrath/rios

English (LSJ)

α, ον,
A = θηρατικός, c. gen., ἴυγγα θ. ἔρωτος S.Fr.474.1.
II Subst. θηρατήριον, τό, hunting implement, Hsch. s.v. ἄγκιστρον.

German (Pape)

[Seite 1209] zum Jagen, Fangen geschickt, Soph.frg. 121.

Russian (Dvoretsky)

θηρᾱτήριος: умеющий охотиться, искусный в уловлении (ἔρωτος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

θηρᾱτήριος: -α, -ον, = θηρατικός, μετὰ γεν., ἔρωτος Σοφ. Ἀποσπ. 421.

Greek Monolingual

θηρατήριος, -ία, -ον (Α) θηρατήρ
1. θηρατικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον
εργαλείο θήρας, κυνηγιού.