πελατεία
From LSJ
German (Pape)
[Seite 550] ἡ, der Zustand des πελάτης, sein Verhältniß zum Mächtigern, Abhängigkeit, clientela, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πελᾰτεία: ἡ, οὐσ. ἀφῃρ. τοῦ πελάτης, (ὡς ἐκ ῥήμ. πελατεύω) Λατ. clientela, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 131.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πελάτης
νεοελλ.
το σύνολο τών αγοραστών ή καταναλωτών καταστήματος ή επαγγελματία
αρχ.
(στη Ρώμη) το σύνολο τών πελατών, δηλ. τών αδυνάτων που προστατεύονταν από κάποιον ισχυρό.