πενέστατος

From LSJ

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source

French (Bailly abrégé)

Sp. de πένης.

Russian (Dvoretsky)

πενέστατος: superl. к πένης I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενέστατος superl. van πένης.