πεντάδυμος
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τέσσερα άλλα παιδιά στην ίδια γέννα από την ίδια μητέρα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεντάδυμα- πέντε αδέλφια που γεννήθηκαν σε μία γέννα από μία μάννα («τα πεντάδυμα του Καναδά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -δυμος (< θ. του δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. τετράδυμος].