πεντάειδος
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
πεντάειδον, (εἶδος IV) composed of five ingredients, of a remedy, Aët. 15.30.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φαρμακευτικό παρασκεύασμα) αυτός που αποτελείται από πέντε είδη, δηλ. από πέντε συστατικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + εἶδος (πρβλ. επτάειδος)].