πεντακάτιοι
From LSJ
English (LSJ)
[κᾰ], = πεντακόσιοι, GDI1154 (Elis), 5100.16 (Crete), Foed. Delph. Pell. 2 A21, IG4.498 (Mycenae), 7.3193 (Orchom. Boeot.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντακάτιοι: (= πεντακόσιοι) Ἐπιγρ. Θηβῶν, Ἀθην. τ, Γ. σ. 480. ― Ὀρχομενοῦ Βοιωτ., Bul. de cor. hel. IV σ. 3.
Greek Monolingual
Α
βλ. πεντακόσιοι.