πεντηκονταέτις
From LSJ
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
German (Pape)
[Seite 558] ἡ, fem. von πεντηκονταέτης, πεντηκονταετίδων σπονδῶν, Thuc. 5, 32.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
fém. de πεντηκονταέτης.
Étymologie: πεντηκονταέτης.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκονταέτις: ῐδος adj. f пятидесятилетняя (σπονδαί Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκονταέτις -ιδος [πεντηκονταετής] als adj. f. vijftigjarig.