πεπειρόομαι

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek (Liddell-Scott)

πεπειρόομαι: Παθ., ὡριμάζω, γίνομαι ὥριμος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 8.

Russian (Dvoretsky)

πεπειρόομαι: созревать (οἱ καρποὶ πεπειροῦνται Arst.).