πεπειρόομαι: Παθ., ὡριμάζω, γίνομαι ὥριμος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 8.
πεπειρόομαι: созревать (οἱ καρποὶ πεπειροῦνται Arst.).