περίκλειση

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η / περίκλεισις, -είσεως, ΝΑ περικλείω
το κλείσιμο ολόγυρα, ο περιορισμός από όλες τις πλευρές, πλήρης έμφραξη.