περδίκι

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

το / περδίκιον, ΝΜΑ πέρδιξ, -κος]
υποκορ. του πέρδικα, περδικάκι
νεοελλ.
1. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο
2. φρ. «είναι [ή έγινε] περδίκι» — είναι υγιής και σφριγηλός ή ανέρρωσε πλήρως από αρρώστια
αρχ.
1. το φυτό πολύγονο
2. το φυτό ελξίνη.