περιδράττομαι
From LSJ
French (Bailly abrégé)
att. c. περιδράσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-δράττομαι vasthouden, grijpen, omvatten, met gen.: τοσούτων γὰρ ἡ χεὶρ περιεδράττετο want zoveel kon de hand vasthouden Plut. Lys. 17.5.
German (Pape)
att. = περιδράσσομαι.