περιστεφανώνω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

περιστεφανῶ -όω, ΝΑ
στεφανώνω, περιβάλλω με στεφάνι ή σαν σε στεφάνι, περιστέφω
αρχ.
1. τοποθετώ ολόγυρα σε κύκλο
2. περικυκλώνω.