Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιστεφανώνω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

περιστεφανῶ -όω, ΝΑ
στεφανώνω, περιβάλλω με στεφάνι ή σαν σε στεφάνι, περιστέφω
αρχ.
1. τοποθετώ ολόγυρα σε κύκλο
2. περικυκλώνω.