περιψώ

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

-άω, Α
σφουγγίζω, καθαρίζω ολόγυρα («σπόγγοι περιψῆσαι τ' ἀναθήματα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψῶ «χαϊδεύω, τρίβω»].