πηκτωματώδης

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

-ες, Ν
πήκτωμα
όμοιος με πήκτωμα.