πιθηκηλόβιο

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

Greek Monolingual

και πιθηκολόβιο, το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες και περιλαμβάνει 170 περίπου είδη θάμνων και δένδρων που ενδημούν στις θερμές και εύκρατες περιοχές κυρίως της Αμερικής και της Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pithecellobium < πίθηκος + λόβιον (< λοβός)].