πικροκλαίω

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

Ν
κλαίω πικρά, θρηνώ με βαθύτατη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + κλαίω.