πικροκλαίω

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

Ν
κλαίω πικρά, θρηνώ με βαθύτατη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + κλαίω.