ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
ο, Ν
είδος λιγνίτη με πυκνή σύσταση, χρώματος που ποικίλλει από σκοτεινό καστανό έως μαύρο, το οποίο έχει θραύση κογχοειδή και εξαιρετικά στιλπνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + άνθρακας].