πιτσύλισμα
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
και πιτσίλισμα, το, Ν πιτσυλίζω / πιτσιλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιτσυλίζω, η εξακόντιση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνων υγρού, ιδίως ακάθαρτου.