πλαστογραφώ
From LSJ
Greek Monolingual
πλαστογραφῶ, -έω, ΝΜΑ πλαστογράφος
διαπράττω πλαστογραφία, καταρτίζω πλαστό έγγραφο ή νοθεύω άλλο, γνήσιο, απομιμούμενος έντεχνα τον γραφικό χαρακτήρα κάποιου άλλου και αποβλέποντας σε προσωπικό όφελος
νεοελλ.
μτφ. διαστρέφω, παραποιώ σκόπιμα την αλήθεια («πλαστογράφησε τα ιστορικά γεγονότα στον λόγο του»).