ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ο / πλατανών, -ῶνος, ΝΑτόπος όπου φύονται πολλοί πλάτανοι, μέρος κατάφυτο από πλατάνους, πλατανότοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτανος + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. ελαιών)].