πλεκτόγναθοι
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. τάξη θαλάσσιων, τροπικών κυρίως, ψαριών που κατάγονται από τους περκομόρφους, η οποία έχει 320 αρτίγονα είδη, που έχουν αξιοσημείωτη μορφολογική και οικολογική διαφοροποίηση και αποτελούν το 5% τών τροπικών θαλάσσιων ψαριών στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plectognathi (< πλεκτός + γνάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].