πλευροπάτωρ

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Μ
(για τον Αδάμ) αυτός που έγινε πατέρας από την πλευρά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ορφανοπάτωρ.